μοσκατέλ(λ)ο

μοσκατέλ(λ)ο
το (Μ μοσκατέλλι και μουσκατέλλι)
ποικιλία μοσχάτου σταφυλιού και κρασιού, στην Κέρκυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. moscatello, πρβλ. μοσχάτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”